Новогреческий словарь
διέζευξα
διέζευξα
αόρ. от διαζευγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέζευξα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βραχύπους
—
υπερβορειοδυτικός
—
βεντέτα
—
ανδρομανής
—
αράχνη
—
εκνίτρωσις
—
αμέρωτος
—
ξεκλειδώνω
—
γλέντι
—
ψαθωτός
—
γλισχρότητα
—
παλικαράς
—
κοκάλινος
—
αντιπαραβάλλομαι
—
λεμφοπενία
—
εύρημα
—
τράτα
—
κατάπτυστος
—
ρεμπετεύω
—
καταναλωτός
—
φτέρη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве