|
το карат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карат? — καράτι как с (ново)греческого переводится слово καράτι? — карат — κοπάνα — αλληλεθνής — λόγου — ακρυπτος — πολεμόω — ηλιόκηυστος — επιτιμήτρια — θεομπαίχτισσα — εντορμώ — καλοβαλμένος — ετυμηγορία — απειροκαλία — τσεπάκι — αυτεπαγγέλτως — στακκάτο — κωδικοποιούμαι — σιγοβραδιάζει — πλατειάζω — εκφυλισμός — αυλός — μπουχτίζω |
|||