|
1) непреображённый; 2) непреобразуемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непреображённый? — αμετασχημάτιστος как на (ново)греческом будет слово непреобразуемый? — αμετασχημάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αμετασχημάτιστος? — непреображённый, непреобразуемый — καμινευτικός — αγιονορείτης — σφιχτά — παλαιοντολόγος — φραντζέζικος — απίδρομος — εγκρουστήρ — ψιλικά — ξεσκίζομαι — αυτογονιμοποίηση — γλυκοθώρητος — υπερκαταναλωτισμός — παριστορώ — κατάκορος — αδιαπαιδαγώγητος — σακχαρούχος — τρίγλυφος — μαρκόνης — θεραπευτικά — τσαγερία — αψιδοειδής |
|||