|
бесшумный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесшумный? — αψόφητος как с (ново)греческого переводится слово αψόφητος? — бесшумный — μέγεθος — διπλάρμπουρος — αναπλέω — ανεμομέτρηση — τρελοκομείο — ετυμολόγηση — θήλασμα — χειμωνιά — φελί — άντωση — λογογράφος — περιπατητής — εξάρτιση — προειδοποιώ — εξωλογικός — ορνιθοκομείο — επιδερμοφοτία — στεφανωμένος — αυτενεργώ — έλιπον — ψευδαργυρώνω |
|||