Новогреческий словарь
βοτανισμένος
βοτανισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοτανισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τους
—
ανεξόδευτος
—
αναμιμνήσκω
—
ευγενέστατος
—
ευθύδικος
—
συχλιάζω
—
πράϋνση
—
πολιτικοοικονομικός
—
αλιά
—
ευήθεια
—
θεμελιακός
—
καρυδόφυλλο
—
ψιλοκομμένος
—
εσώτερον
—
μάτ
—
κλαίομαι
—
κουρείο
—
ενστασιολογία
—
επιδεινωτικός
—
φαιδρότητα
—
σερπετό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве