Новогреческий словарь
μολύβδαινα
μολύβδαινα
η 1)
грузило
;
2)
отвес
(каменщика)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грузило
? —
μολύβδαινα
как на
(ново)греческом
будет слово
отвес
? —
μολύβδαινα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μολύβδαινα
? — грузило, отвес
#
(ново)греческий словарь
—
απολυταρχία
—
απλώνω
—
πρωτοπαλλήκαρο
—
κατάλυση
—
κορινθιακός
—
πάχυνση
—
χηριός
—
περιδίνησις
—
πεντακόσια
—
βρογχοπνευμονία
—
κολλιάντζα
—
ανακλώ
—
οίδημα
—
δυσηκοϊα
—
βυσσινύς
—
βιβλιαγορά
—
γαλούχησία
—
πνευμονοπάθεια
—
καραβόσκυλο
—
αποστρατεία
—
σπεκουλάτσια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве