|
неоскоплённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неоскоплённый? — ενορχος как с (ново)греческого переводится слово ενορχος? — неоскоплённый — σκαταδίωχτος — τρισυπόστατος — τηλεπάθεια — άκατος — βαμβακομάλλινος — αντιμιλιταρισμός — μπελλαντόνα — ακουμπώ — διαστρεμμένος — ανάρριψη — αμεταπώλητος — ζαϊφλίκι — χοροπήδημα — ασφόγγιστος — βοϊδάμαξα — αποκαθίσταμαι — εξωμερίτισσα — εμπνευσμένος — αδαής — απορρίψιμος — αρχιναυπηγός |
|||