Новогреческий словарь
γυναιτίκι
γυναιτίκι
το
женская половина
(в церкви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
женская половина
? —
γυναιτίκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυναιτίκι
? — женская половина
#
(ново)греческий словарь
—
αρχετυπικός
—
ούριος
—
μεγαλοφάνταστος
—
καλαφατίζω
—
θερμοπληξία
—
σενσουαλισμός
—
αναβρυούσα
—
απομυζητήρας
—
κεντρομόλος
—
φυτολογία
—
απείραχτος
—
φωτέϊγ
—
αλατερή
—
συνταγμένος
—
υπερόπτης
—
πτυχώνω
—
σαιξπηριστής
—
χαρτοδέτηση
—
αποδοκιμαστέος
—
ελαττωματικότητα
—
ηλεκτρογόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве