|
η слабый звук; δέν βγάζω (ούτε) ~ — не проронить ни слова, ни звука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слабый звук? — αχνιά как с (ново)греческого переводится слово αχνιά? — слабый звук — υποεποχή — μεταπούληση — σκάλεμα — ταξιάρχης — γουναράδικο — διαιτήτρια — βρονταλίδα — αηδονολαλήτρα — τριετής — φαμελιάρισσα — αντιαισθητικός — μαγουλάκι — λεπτοτομία — τρίμηνος — αντιδεοντολογικός — φιλιστρίνι — απόψε — μνήμων — φυσίατρος — διείδον — φαγοκύτωση |
|||