|
ο лит. анапест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анапест? — ανάπαιστος как с (ново)греческого переводится слово ανάπαιστος? — анапест — αρτοπώλις — ανήγαγον — εφετινός — συνθλίβω — μονιστικός — βαμβακέμπορος — ξεγυμνώνομαι — φτουραίνω — ψαλιδοειδής — ξινομηλιά — υπνοβάτης — συναλοιφή — κατοικίζω — στρατόπεδο — απουσιάζω — ξετυλίγω — μελισσοκόμος — μεταξοϋφαντουργός — αναβλητικώς — δασόβιος — λουβιάρα |
|||