|
Мешок #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σάκος? — — μύξα — καλουπατζής — μαραίνω — καρέλι — χρυσορρήμων — καυστικός — μεσοκλινής — φακιδιάρης — μονημεριάτικα — χασάπικος — εκπλειστηριάζω — φυτοκομείο — πεντακοσαριά — τσιμεντάρισμα — ομίχλη — ακτιστος — αραιοκατοικημένος — απομυζώ — εντροπαλός — γελοιώδης — γυαλώνω |
|||