|
необходимый, нужный; τά ~η — всё необходимое; необходимые принадлежности; τά ~η καλλωπισμού καί καθαριότητας — туалетные принадлежности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необходимый? — χρειώδης как на (ново)греческом будет слово нужный? — χρειώδης как с (ново)греческого переводится слово χρειώδης? — необходимый, нужный — ναρδικός — ζωοταριχεία — αμφιταλαντεύομαι — μεγαληγορία — συρματοποίησις — παραλαλητό — τηλεπικοινωνία — κύπρινο — αφύσικο — αναπληρωτός — όχθρητα — διαμελισμός — όν — εξάλφα — ασοβάτιστος — μετριοφρονώ — εγκατοίκηση — σελντές — κουκουναριά — δυσανάλογος — ελεγειακός |
|||