Новогреческий словарь
μαλακτήρας
μαλακτήρας
ο
мешалка
;
~ σκυροδέματος — бетономешалка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мешалка
? —
μαλακτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαλακτήρας
? — мешалка
#
(ново)греческий словарь
—
κούρκα
—
ανιδιοτελές
—
ακαμίνευτος
—
τραγιάσκα
—
κασσιτερώνω
—
γλειψιά
—
βέρβερι
—
αμίαντο
—
απαριθμώ
—
μακρομάνικος
—
επιγάστριον
—
καταχαρούμενος
—
αντικαταλλαγή
—
μονοσέντονο
—
ντουζίνα
—
κερδοσκοπία
—
προπονητής
—
μοντάρω
—
ά-ά!!
—
απροσκύνητος
—
γαρμπάτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве