|
родивший третий раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родивший третий раз? — τριτοτόκος как с (ново)греческого переводится слово τριτοτόκος? — родивший третий раз — ωχρότητα — βαμβακοκλώστης — υγροταξία — πανεριά — χρυσαλλιδούμαι — λαμπίτσα — διάγλυφος — συγγένεια — αρτοπαρασκευαστής — αχόρευτος — πέταλο — θέμα — αυγουστιάτικο — δίχρους — φαγκοττο — βιτσιά — ωρίμανση — εξοστείζω — βελούδο — μεσαδρούλα — δοκίμως |
|||