Новогреческий словарь
εξήρυγον
εξήρυγον
αόρ. от εξερεύγομαν
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήρυγον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψευτοθόδωρος
—
αποπτίλωση
—
αδένια
—
αντεξάγω
—
ξυσιματιά
—
ισώνω
—
λησμοσύνη
—
πωρόλιθος
—
χολοσκάζω
—
εμπρόθεσμα
—
μακροχρόνιος
—
αναμεράω
—
ενδέχεται
—
μακάσι
—
σπινθηροβολώ
—
περιβολάκι
—
τεκνοποιώ
—
δοξολογώ
—
ψαλιδιστός
—
θερμοφόρος
—
όδευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве