|
(αόρ. μπο(υ)νατσάρισε) απρόσ. наступает штиль, море успокаивается, затихает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наступает штиль? — μπουνατσάρει как на (ново)греческом будет слово море успокаивается? — μπουνατσάρει как с (ново)греческого переводится слово μπουνατσάρει? — наступает штиль, море успокаивается — τοποθεσία — κιολας — ψιμυθιώνω — απαραβίαστο — αλατοποιία — ανθοστεφανωμένος — τεσσαρακονταετία — δημαγωγικός — πιλοποιία — γάντι — φλεβοτομία — τσαλακώνω — μουσικοδιδάσκάλισσα — ηλεκτρογόνος — κοράλλινος — όποτε — άμεσος — αναφτούμενος — τηλεγραφήτρια — γυναικίστικος — τηλεπικοινωνία |
|||