Новогреческий словарь
αλληλοβοήθεια
αλληλοβοήθεια
η
взаимопомощь
;
ταμείο ~ς — касса взаимопомощи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
взаимопомощь
? —
αλληλοβοήθεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοβοήθεια
? — взаимопомощь
#
(ново)греческий словарь
—
διάχυση
—
εμπορευόμενος
—
φασολιά
—
εμβληματικός
—
χονδρίνη
—
αναπτυχή
—
Σπαρτιάτης
—
ελαιοπώλης
—
κανάλι
—
παρανομία
—
ηλεκτροκόλληση
—
μαρμαροστρωμένος
—
πιί
—
σανατόριο
—
αγκιδωτός
—
ακάλεστος
—
ξάστερος
—
αντικρύζω
—
ρωσομαθής
—
σύμπνοια
—
Αυστραλός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве