|
το натягивание, натяжение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натягивание? — τεζάρισμα как на (ново)греческом будет слово натяжение? — τεζάρισμα как с (ново)греческого переводится слово τεζάρισμα? — натягивание, натяжение — βρομόγλωσσος — εύρυνση — συσκευιάστρια — λάφιασμα — πρασινούλικος — γραμματεύω — ανάβρυτος — ξινομούνα — υδροθεραπεία — αρχοντιά — προσωπιδοφορία — γνωστοποίηση — αδιάφθορο — ξεζαλίζω — πυροβόλο — ανεβάζω — σύμμειξη — ορνιθοπάζαρο — λεξικός — αλλοσεβής — επισκότιση |
|||