|
мор. 1. кормовой; 2. (τό) ют #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовой? — πρυμιός как на (ново)греческом будет слово ют? — πρυμιός как с (ново)греческого переводится слово πρυμιός? — кормовой, ют — όπλο — αποδημία — φοινικούς — φιλέρημος — αρμεχτά — χοντράνθρωπος — νοστιμάδα — κοριός — ανοίκιαστος — γιομόζω — δεκαεφτά — μαραζιάζω — σαπουνόχορτο — μεταρρυθμιστικά — υποκαθιστώμαι — ξεφραγμένος — ψηλοκρέμαστος — απερδίκλωτος — λουκούλλειος — αρρενομίκτης — σουηδικός |
|||