|
το сера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сера? — θειάφι как с (ново)греческого переводится слово θειάφι? — сера — ιρακικός — αναπάρνητος — ελλιμενισμένος — εκλέγεσθαι — κουρασμένος — τέκνο — λειχουδιάρικος — δασοπόνος — οξυγόνωση — δευτερόγαμος — περί — ευκάλυπτος — περιποιητικότητα — κλήμα — ωρίμασμα — καφενείο — καλησπέρισμα — οίαξ — μελισσοτρόφος — αιτιολογημένος — κουνιστός |
|||