Новогреческий словарь
ροζιάρικος
ροζιάρικ|ος
мозолистый
;
~ικα χέρια — мозолистые руки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мозолистый
? —
ροζιάρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ροζιάρικος
? — мозолистый
#
(ново)греческий словарь
—
μονόκωπος
—
ναυαγιαιρεσιακός
—
εξοστούμαι
—
μουστόγρια
—
μέρα
—
εγγονάκι
—
περίστυλος
—
πιθανότητα
—
σμιχτοφρύδης
—
άνθηση
—
αναμεστώνω
—
διάφωτος
—
μαυρισμένος
—
αρχιεργάτρια
—
λιγνύς
—
δερματίτιδα
—
πουριάζω
—
λευκοϊκτίς
—
μεταξόνιο
—
απαίρω
—
ιεραποστολικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве