|
το булочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово булочка? — σημίτι как с (ново)греческого переводится слово σημίτι? — булочка — κάσα — ξεγόφιασμα — εμπορεύσιμος — επάγων — ατριγύριστος — ηλάγρα — ξεκωλώνω — λευκόθριξ — μονόσπιτο — αμνίον — Ρωμιά — επίρρευμα — δακτυλόγραφος — ημιοικότροφο — πιερόττος — αποβιομηχάνιση — βρεφοκομικός — κιτρίνιασμα — ωριμότητα — ροχατλήκι — τονίζω |
|||