Новогреческий словарь
υδροηλεκτρικός
υδροηλεκτρικός
гидроэлектрический
;
~ σταθμός — гидроэлектростанция
;
~ή εγκατάσταση — гидроустановка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гидроэлектрический
? —
υδροηλεκτρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδροηλεκτρικός
? — гидроэлектрический
#
(ново)греческий словарь
—
αντιπροσωπευτικότητα
—
σιαλογόνος
—
διαστρεβλώ
—
προώθηση
—
γεννοβόλημα
—
συνορίτης
—
αναστρέφω
—
ομαλοποιούμαι
—
μεσιτεύω
—
λωποδύτισσα
—
απειράριθμος
—
υπερυπουργός
—
χελωνοφάγος
—
κουμπάρα
—
υπερθετικός
—
ψαθοποιείο
—
αρχινώ
—
αψηφώ
—
απροικα
—
βομβοβόλο
—
αγύψωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве