|
η 1) металлография; 2) резьба по металлу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово металлография? — μεταλλογραφία как на (ново)греческом будет слово резьба по металлу? — μεταλλογραφία как с (ново)греческого переводится слово μεταλλογραφία? — металлография, резьба по металлу — κόντες — ιντερέσο — πρωτογονισμός — αθόρυβος — ρουκέττα — εξηκοστό — κρασωμένος — ροκοκό — άρτυση — ελαττώνω — χρονιάρικος — συμμετέχω — αντικριστός — μοιραία — κεγχρίας — φορτηγίδα — βουλγαρικά — ζυμαρικό — βιντεοταινία — διάνα — ανδράχλη |
|||