|
η 1) металлография; 2) резьба по металлу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово металлография? — μεταλλογραφία как на (ново)греческом будет слово резьба по металлу? — μεταλλογραφία как с (ново)греческого переводится слово μεταλλογραφία? — металлография, резьба по металлу — φλερτάρισμα — μηλοβολάω — κλακαδόρος — ψαίνω — χλίανση — βιβλιοκριτικός — ασέβεια — αλλοφερμένος — διασαλεύω — πιστακόχρους — εκατομμυριοστός — αναδιαπλάθω — γεροντόπαχα — υποκρούω — εικονόδουλος — τουρκική — ασυμπέραντος — δικάσιμη — φραγκοράφτης — μέλιγος — σιχασιάρικος |
|||