Новогреческий словарь
εμβλαστάνω
εμβλαστάνω
(αόρ. ενεβλάστησα)
паразитировать
(о растениях)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
паразитировать
? —
εμβλαστάνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμβλαστάνω
? — паразитировать
#
(ново)греческий словарь
—
χριστεπώνυμος
—
πρωτογονισμός
—
ανόρεχτα
—
αγιοσύνη
—
γιούργια
—
σφερδούκλι
—
ξαναμασώ
—
γόμωση
—
ενδυνάμωση
—
τέρας
—
άλσος
—
δίχροος
—
βλητικότητα
—
ανεμομάζεμα
—
τεταγμένη
—
κάστορας
—
συμβάλλων
—
ακαθέλκυστος
—
αγαπός
—
εισαγωγικά
—
διαφθείρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве