Новогреческий словарь
ιδιολάτρις
ιδιολάτρις
(-ιδος) η
самовлюблённая девушка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самовлюблённая девушка
? —
ιδιολάτρις
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιδιολάτρις
? — самовлюблённая девушка
#
(ново)греческий словарь
—
γουρουνόπουλο
—
μυζητήρας
—
στραγάλια
—
σκληραργίλιο
—
διατρυπώ
—
χότζας
—
γεροντάκος
—
σαλιγκαροτροφία
—
περίπολος
—
εμπειροπόλεμος
—
χαμαιφυής
—
απόκαμμα
—
κοντός
—
αρώτηγος
—
άραχος
—
καθίζημα
—
μηναλλάγια
—
αλληλομάχος
—
αμαύρωμα
—
διάχωση
—
ευθυγραμμίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве