|
(αόρ. επικατηράσθην) проклинать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проклинать? — επικαταρώμαι как с (ново)греческого переводится слово επικαταρώμαι? — проклинать — μαχαιροβγάλτης — πρόκληση — φτηνοδουλειά — σπόδιον — ραδιοτεχνίτης — υλοτομικός — ευγονιστής — τετρακέφαλος — ετούτος — ευθετώ — αφεντάνθρωπος — φρατρία — ετεμον — κραδαντήρ — εφοδευτής — ημιαγωγός — απαρχής — κυλινδροειδής — Σκωτσέζα — σκαταδίωκτος — ευρύτητα |
|||