Новогреческий словарь
διέζωσα
διέζωσα
αόρ. от διαζωννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέζωσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περιγραφή
—
μπούρδα
—
Ισπανός
—
ναυαγός
—
μειωμένος
—
υδροδυναμική
—
αγγλοτραφής
—
αυτοβιογραικός
—
προσπέρασμα
—
τερατολογώ
—
αλλόφωνος
—
δαλεία
—
ψυχομαντεία
—
φαγοκύτωση
—
αποκοιμιστικώς
—
αδασμολόγητος
—
Μαυροβούνια
—
κομφεττί
—
μονάζω
—
γουρουνοπέτσι
—
φωτογράφιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве