|
(ε) μετ. нарушать (обещание, слово) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нарушать? — αθετώ как с (ново)греческого переводится слово αθετώ? — нарушать — αφροσκεπής — βραδύπους — ηλιόπληκτος — εμβυθίζω — κοσμοπλάστης — σταυρωτά — ιχθυοφαγία — αλευροζούμι — αγρυπνία — ακρωτηριάζω — ελικωτός — σπιθοβολή — διαβήτης — εξαερώνω — κληρώνω — μαυρίζω — βακτηριακός — εξορύττω — αιματάλευρο — ξεπατώνω — άκομψα |
|||