Новогреческий словарь
απελπισία
απελπισία
η
безнадёжность; отчаяние
;
βρίσκομαι σέ ~ — быть в отчаянии
;
καταλαμβάνομαι υπό απελπισίας или πέφτω σέ ~ — впадать в отчаяние
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безнадёжность
? —
απελπισία
как на
(ново)греческом
будет слово
отчаяние
? —
απελπισία
как с
(ново)греческого
переводится слово
απελπισία
? — безнадёжность, отчаяние
#
(ново)греческий словарь
—
αναλικνίζω
—
γόγγρος
—
μερακλώνω
—
φαροφύλακας
—
ελευθεριάζων
—
συμφιλιωτής
—
συντροφικότητα
—
υδροχαρής
—
όρμιση
—
πολύπλευρος
—
ακρινός
—
κοιλαρά
—
γλωσσίτης
—
ομορφάντρας
—
μαυρογένης
—
κολχόζνικος
—
φαρμακόγλωσσα
—
σομακί
—
σαλπιγγεκτομία
—
χρυσαλοιφή
—
αργοξύπνητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве