|
судебный; ~ ??? или ~η (ήμερα) — день судебного заседания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный? — δικάσιμος как с (ново)греческого переводится слово δικάσιμος? — судебный — δικέλλι — ελκοπαθής — αποφύλλωση — λιγδιάρης — μελισσάκι — μονύδριο — ψυχρολουσία — συνωμοσία — ξεχνάω — λεύκωμα — ετερόφωτος — ανάκριση — αλυχνα — διαρρήχτης — αμπελοειδή — ακουβάριαστος — μαινάδα — περιτονίτιδα — αγκριζάριστος — αυταρχικότης — βελόνιασμα |
|||