|
уст. легко приобретаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко приобретаемый? — ευαπόκτητος как с (ново)греческого переводится слово ευαπόκτητος? — легко приобретаемый — πουρναρήσιος — φθείρομαι — στεγανόποδα — ανασγυρίζω — ολόβολος — σομβλητός — εμπρόθετα — αντισφαιριστικός — απλήγιαστος — συσταίνω — γραῒδιο — γούνη — υποδηματοποιός — ανακομιδή — φερέγγυος — σπαρταρίζω — μετατάσσω — αιστάνομαι — διαπορούμαι — επιστόμιο — βυτιοποιός |
|||