|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καβάλημα? — — ψυχοπαθής — λιμάρικος — κυκλοφοριακός — στρέω — οφθαλμοσκόπηση — ράβω — πύρινος — κοντραστάρω — μεταπράτηση — αντιπολιτεύομαι — γρυλλίζω — ξερακιανός — κατασκηνωτής — λογοκριτικός — αναχωματικός — κεφαλιάτικο — ακάτιον — τρυπανίζω — πεντάδιπλος — ευφυής — πεπονοκέφαλος |
|||