Новогреческий словарь
ινδοευρωπαϊκός
ινδοευρωπαϊκός
индоевропейский
;
~ές γλώσσες — индоевропейские языки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
индоевропейский
? —
ινδοευρωπαϊκός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ινδοευρωπαϊκός
? — индоевропейский
#
(ново)греческий словарь
—
αχυραμιά
—
υπηρετομεσίτρια
—
σουλτάνος
—
καλογηρισμός
—
ακαταδίκαστος
—
κακογεννήτρα
—
ασυναίσθητος
—
Καυκάσια
—
κοιλοπόνια
—
μελισσοτόπι
—
γειά
—
δυσπείθεια
—
απρόσεκτα
—
άπτυστος
—
μαθός
—
σάβουρος
—
επίβρεγμα
—
αποθηλάζω
—
μπαλκονόπορτα
—
αναμαλλιάρης
—
ένθεσμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве