Новогреческий словарь
απαρτίζομαι
απαρτίζομαι
состоять, складываться
;
τό λεξικό ~εται από δύο τόμους — словарь состоит из двух томов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
состоять
? —
απαρτίζομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
складываться
? —
απαρτίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαρτίζομαι
? — состоять, складываться
#
(ново)греческий словарь
—
αυγουστίνειος
—
ισοβαθής
—
δειλινός
—
εσσάνς
—
γνωσιολογία
—
χαυλιόδοντας
—
κουρευτής
—
κλαδώνω
—
πενταετία
—
ερωτηματικό
—
ατυχαίνω
—
υποπολλαπλάσια
—
εβραϊστής
—
προδίδω
—
καφάσι
—
στιχομυθία
—
αναλήθεια
—
μόσε!
—
ημιαξόνιο
—
Ρουμάνος
—
υδατοφράκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве