|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολεσήνωρ? — — γεννοβόλι — γυρωτικός — οκλαδόν — αξενύσταχτος — Εσμεράλδα — αψομίλημα — σπορευτός — ξιφομάχαιρα — νταμιτζάνα — ραχατιλίκι — αποφοίτηση — υμνωδία — νυγμός — καλλιγραφία — ακυριολεξία — ευαισθησία — ποδηλατίστρια — βαρυγγωμίζω — αλευραποθήκη — χιονομετρία — ξανθούλης |
|||