Новогреческий словарь
πινακίδιο
πινακίδιο
το
дощечка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дощечка
? —
πινακίδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πινακίδιο
? — дощечка
#
(ново)греческий словарь
—
ελευθεριάζων
—
επινεφριδίτις
—
μπαούλο
—
ηττημένος
—
απονεκρώνομαι
—
γηροκομείο
—
τελάλης
—
αναφύομαι
—
διαλείπω
—
συχωρνάω
—
προσθαλασσώνομαι
—
διόραμα
—
ωτοπλαστική
—
οινοφόρος
—
λυχνάρι
—
προεκλέγω
—
ευκατάληπτος
—
σκιντζής
—
τρυποκάρυδο
—
σχολαρίκι
—
αιματοβαμμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве