Новогреческий словарь
εργογράφος
εργογράφ|ος
ο физиол.
эргограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эргограф
? —
εργογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εργογράφος
? — эргограф
#
(ново)греческий словарь
—
γυναικοθηρεία
—
μελετηρός
—
απόκουφος
—
βύζαμα
—
ραϊσματιά
—
στρατάρχης
—
εγκεφαλικότητα
—
επιγενής
—
ραιβοποδία
—
προοδευτικός
—
κατασκευασμένος
—
νώτο
—
ακανθυλλίς
—
πώλος
—
ακρομάζομαι
—
σύγκρουση
—
ψωμίζομαι
—
μπαρουτόβολα
—
πληρεξουσιοδοτώ
—
αβανιστής
—
υπόγλυκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве