Новогреческий словарь
ακυριολεκτώ
ακυριολεκτώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακυριολεκτώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γαλλί
—
διέβην
—
στατέρα
—
διασπαράσσω
—
δοξαστής
—
συνδικαλιστής
—
γέψιμο
—
ναυλοσύμφωνο
—
δακρύβρεχτος
—
αρχίνισμα
—
εκπατρίζομαι
—
τόπι
—
αδιακόσμητος
—
επιβοήθησις
—
φεμινιστικός
—
μπενζίνα
—
κονεύω
—
γουρουνοβοσκός
—
γερομπασμένος
—
προαίρεση
—
καθαγίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве