|
мед. макроцефал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово макроцефал? — μακροκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово μακροκέφαλος? — макроцефал — ανεμόχολο — καλλιστεύω — πέρδικα — αντίληψη — διαφυλάττω — ηχοληψία — φαιάνθραξ — νεοφασισμός — απροσωπία — χεροπόδαρα — ρακοσυλλέκτρία — ανθοδέσμη — διάχρυσος — κουτοφέρνω — προαίσθηση — αθαύμαστος — άδετος — ξεγελώ — γκαλόπ — θερμόφιλος — φεγγοβολή |
|||