|
η мед. дизартрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дизартрия? — δυσαρθρία как с (ново)греческого переводится слово δυσαρθρία? — дизартрия — θάλλιο — κοκαλιάζω — ξεκαμωμένος — κολυμβητικός — αφωνία — σόλφεζ — αειφόρος — αρτιγέννητος — δουλεία — αιθεροβατώ — κουφότητα — αποθρασύνομαι — ψελλισμός — ταλαντωτής — νωχελικά — υδρομάστευση — γενναιοψυχία — πεπονόσπορος — επάγγελμα — μεταπλασμένος — κληρονομικά |
|||