Новогреческий словарь
σκιοφιλία
σκιοφιλία
η
тенелюбивость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тенелюбивость
? —
σκιοφιλία
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκιοφιλία
? — тенелюбивость
#
(ново)греческий словарь
—
ανοθεύτως
—
εκπαιδευτής
—
χιονοκύλισμα
—
ανευλαβής
—
επιδεινώνω
—
μοναχός
—
καθίζημα
—
δυσμένεια
—
απανωβελονιά
—
απευχή
—
αντιστύλι
—
καψίδι
—
κατήγορος
—
συναρπαστικά
—
βιβλιοδετώ
—
γεροκόμιο
—
συνισταμένη
—
ισόποσο
—
επιμερίζω
—
βαριόμοιρος
—
υποφώσκω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве