|
η подозрение; έχω ~ — подозревать; διαλύω τίς ~ες — рассеивать подозрения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подозрение? — υποψία как с (ново)греческого переводится слово υποψία? — подозрение — πρόζα — ανθρωποσφαγία — σταυροκουνιάδος — αθέριγος — βδομαδιάτικο — ενάσκηση — βαλκανικός — αιτιατός — ανεύρυσμο — προτεκτοράτο — γιουρουστίζάω — ρητορικά — φυτεύω — αρριχτος — πνιγμονή — κωλοπαίδι — αναστρέψιμος — εξισώνω — προεξοφλητικός — μονόφθαλμος — ραβέντι |
|||