|
το пшеница (один из сортов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пшеница? — μαυροσίταρο как с (ново)греческого переводится слово μαυροσίταρο? — пшеница — κουβαλάω — τζιράρω — βλεφαρόπτωση — αξέζωστος — ρινικός — γυρώτρια — φυτοπλαγκτόν — γυαλάδα — επισημότητα — σιδηρουργείο — αυτοσαρκαστικός — ταβλάκι — εξανθηματώδης — υπεραισθησία — ντάμπινγκ — Κορεάτισσα — πορτίτσα — ετέθην — σιτεμπόριο — ταβλιστής — αετός |
|||