|
уст. свежий, прохладный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свежий? — εύδροσος как на (ново)греческом будет слово прохладный? — εύδροσος как с (ново)греческого переводится слово εύδροσος? — свежий, прохладный — ένζυγος — υδροϊωδικός — ξεψείριασμα — καθολίκευση — σταρ — κβο-βάντις — βηματάρης — γναφάλωση — χειρουργικά — μονομελής — μαρμαροκόλωνο — αναγεννημένος — παγκόσμιος — ρουτινιέρης — διάφωνος — πυγονιπτήρ — χώνω — εστην — ενάγουσα — στερεοσκόπιο — αλαμπής |
|||