|
ο кожевник; дубильщик; сыромятник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожевник? — βυρσοδέψης как на (ново)греческом будет слово дубильщик? — βυρσοδέψης как на (ново)греческом будет слово сыромятник? — βυρσοδέψης как с (ново)греческого переводится слово βυρσοδέψης? — кожевник, дубильщик, сыромятник — σκαλτσάτος — απολογητική — οχλοκρατία — άστρωτος — ναζιστικός — παρακάλεσμα — καλοκαιράκι — διδυμοτοκία — αθέρμαντος — περιπολώ — αδιεκπεραίωτος — ευνοϊκός — ελληνική — δακρυοειδής — ανάπαυλα — χιλιάρικος — βασισμένος — παροδικώς — αλπικός — αγυρτεία — αζητησία |
|||