Новогреческий словарь
κεραμόχρους
κεραμόχρους
кирпичный
(о цвете)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кирпичный
? —
κεραμόχρους
как с
(ново)греческого
переводится слово
κεραμόχρους
? — кирпичный
#
(ново)греческий словарь
—
ανικανοποίητα
—
αγριωπά
—
πιθανολογία
—
υπόσαγμα
—
διαχείμανση
—
ψωράλογο
—
σφήν
—
υδραυλική
—
έχμα
—
κωλυσιεργός
—
ορθοχρωματικός
—
διανεμητής
—
κρησάρισμα
—
αστραχάν
—
αποκεφαλιστής
—
αντιδογματίζω
—
συγκινητικός
—
ηλιοστάσι
—
διατροφικός
—
αλληλαδέλφια
—
αστέφανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве