Новогреческий словарь
υφαντό
υφαντό
το
шерстяная нить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шерстяная нить
? —
υφαντό
как с
(ново)греческого
переводится слово
υφαντό
? — шерстяная нить
#
(ново)греческий словарь
—
ανεμικό
—
λουμινάκι
—
συνωμοσία
—
αμεταποίητος
—
κουρσάρος
—
πολυεύσπλαγχνος
—
τσιμεντοκονίαμα
—
ακουστά
—
αποτελεσματικότητα
—
αποξεχάνω
—
μετέωρος
—
ελλοβός
—
ψωροπερήφανος
—
διαμάχη
—
δημοσυντήρητος
—
υιοθετώ
—
εύπορος
—
παράτυπος
—
συσσιτιάρχης
—
εναγόμενη
—
γαλακτούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве