|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανολογία? — — εσώψυχος — χεσμένος — αποτριβή — θερμοπληξία — κατοχική — αγένεια — αρατίζομαι — άρμεγμα — αδελφοξαδέλφια — θερμοχωρητικότης — ανταρσία — δικηγορώ — αμοιρολόγητος — συνδεκάζω — νουθεσία — αδιάθετος — χειραγώγηση — συνοφρυωμένος — μεθυσμένος — κατάκαυση — ταξιάρχης |
|||