|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παιχνιδάκι? — — αγυάλιγος — ιδιόκτητος — τυπικό — κακόφημος — καγχασμός — εκτυλίσσομαι — αναδίκαση — χήν — άδολος — κουφόβραση — υπερκάθαρση — περίοδος — νυκτόσημον — πολυτεκνία — προσποιούμενη — συντονισμένος — σελήνιον — εξαπατώ — υπαινίσσομαι — σπερματοκύτταρο — ωκεανοπλοΐα |
|||